Strong's Exhaustive Concordance put to death, kill, slay, take up. From ana and (the active of) haireomai; to take up, i.e. Adopt; by implication, to take away (violently), i.e. Abolish, murder -- put to death, kill, slay, take away, take up. see GREEK ana see GREEK haireomai Forms and Transliterations αναιρεθηναι αναιρεθήναι ἀναιρεθῆναι αναιρεθήσεται αναιρεθήσονται αναιρεθήτω αναιρει αναιρεί ἀναιρεῖ αναιρειν ἀναιρεῖν αναιρεισθαι αναιρείσθαι ἀναιρεῖσθαι αναιρείτέ αναιρούμενος αναιρουμενων αναιρουμένων ἀναιρουμένων αναιρουντων αναιρούντων ἀναιρούντων αναιρών αναίρων ανειλαν ἀνεῖλαν ανειλατε ἀνείλατε ανειλατο ανείλατο ἀνείλατο ανείλε ανειλεν ανείλεν ἀνεῖλεν ανειλες ανείλες ἀνεῖλες ανείλετε ανείλετο ανείλον άνελε ανελει ανελεί ἀνελεῖ ανελειν ανελείν ἀνελεῖν ανελείς ανέλεσθε ανελέτω ανελή ανέλης ανέλοι ανελόμενος ανελώ ανέλωμέν ανελών ανελωσιν ανέλωσιν ἀνέλωσιν ανηρεθη ανηρέθη ἀνῃρέθη ανήρει ανηρημένοι ανηρημένοις ανηρημένους ανηρημένων anairei anaireî anairein anaireîn anaireisthai anaireîsthai anairethenai anairethênai anairethēnai anairethē̂nai anairoumenon anairoumenōn anairouménon anairouménōn anairounton anairountōn anairoúnton anairoúntōn aneilan aneîlan aneilate aneílate aneilato aneílato aneilen aneîlen aneiles aneîles aneiréthe anēiréthē anelei aneleî anelein aneleîn anelosin anelōsin anélosin anélōsin anerethe anērethēLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |