Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1578: ἐκκλίνωἐκκλίνω (Romans 16:17 T Tr WH); 1 aorist ἐξέκλινα; in Greek writings from Thucydides down; the Sept. chiefly for סוּר and נָטָה; intransitive, to turn aside, deviate (from the right way and course, Malachi 2:8 (cf. Deuteronomy 5:32)); metaphorically and absolutely, to turn (oneself) away (Buttmann, 144f (126f); Winer's Grammar, 251 (236)), either from the path of rectitude, Romans 3:12 (Psalm 13:3 Forms and Transliterations έγκλινον εκκέκλικεν εκκλεινομένων εκκλίναι εκκλίνας εκκλίνατε εκκλινατω εκκλινάτω ἐκκλινάτω έκκλινε εκκλινεί εκκλίνει εκκλίνειν εκκλινείς εκκλινείτε εκκλινετε εκκλίνετε ἐκκλίνετε εκκλίνη εκκλίνης εκκλινήτε εκκλίνητε έκκλινον εκκλίνοντας εκκλίνοντες εκκλίνοντος εκκλινούμεν εκκλινούσας εκκλινούσι εκκλίνουσιν εκκλινώ εκκλίνω εκκλίνωμεν εκκλίνων εκκλίνωσι εκκλύσει εκκόλαμμα εξέκλινα εξεκλίναμεν εξεκλιναν εξέκλιναν ἐξέκλιναν εξέκλινας εξεκλίνατε εξέκλινε εξέκλινεν εξέκλινον ekklinato ekklinatō ekklináto ekklinátō ekklinete ekklínete exeklinan exéklinanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |