Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4787: συγκινέωσυγκινέω, συγκίνω: 1 aorist 3 person plural συνεκίνησάν; to move together with others (Aristotle); to throw into commotion, excite, stir up: τόν λαόν, Acts 6:12. (Polybius, Plutarch, Longinus, others.) Forms and Transliterations συγκλάσει συγκλασμόν συγκλάσω συγκλείσματα συγκλεισμόν συγκλεισμού συγκλεισμώ συγκλεισμών συγκλειστά συγκλειστόν συνεκινησαν συνεκίνησάν συνέκλασας συνέκλασε συνέκλασεν συνεκλάσθη sunekinesan sunekinēsan synekinesan synekinēsan synekínesán synekínēsánLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |