1522. eisakouó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1522: εἰσακούω

εἰσακούω: future εἰσακούσομαι; passive, 1 aorist ἐισηκουσθην; 1 future ἐισακουσθήσομαι; the Sept. very often for שָׁמַע , but also for עָנָה to answer; in (Greek writings from Homer Il. 8, 97 down; to hearken unto, to give ear to; i. e.

1. to give heed to, comply with, admonition; to obey (Latinobedio, i. e.ob-audio): τίνος, 1 Corinthians 14:21 (Deuteronomy 1:43; Deuteronomy 9:23; Sir. 3:6, etc.).

2. to listen to, assent to, a request; passive to be heard, to have one's request granted;

a. of persons offering up prayers to God: Hebrews 5:7 (on which see ἀπό, I. 3 d. at the end); Matthew 6:7.

b. of the prayers offered up: Luke 1:13; Acts 10:31 (Psalm 4:2; Sir. 31:29 (Sir. 34:26), etc.).

Forms and Transliterations
εισακήκοα εισακήκοε εισακήκοέ εισάκουε εισακούει εισακούειν εισακούετέ εισακούη εισακούοντες εισακούοντι εισακούσαι εισακούσαί εισακούσατε εισακούσατέ εισακουσάτω εισακούσεται εισακούσεταί εισακούση εισακούσης εισακούσητε εισακούσητέ εισακουσθεις εισακουσθείς εἰσακουσθεὶς εισακουσθησονται εισακουσθήσονται εἰσακουσθήσονται εισακούσομαι εισάκουσον εισάκουσόν εισακουσονται εισακούσονταί εἰσακούσονταί εισακούσω εισακούσωσι εισακούσωσιν εισακούων εισάπαξ εισβλέψαντες εισβλέψας είσβλεψον εισδεκτόν εισήκουεν εισήκουσα εισηκούσαμεν εισήκουσαν εισήκουσάν εισήκουσας εισηκούσατε εισηκούσατέ εισήκουσε εισήκουσέ εισήκουσεν εισηκουσθη εισηκούσθη εἰσηκούσθη εν eisakousontai eisakoúsontaí eisakoustheis eisakoustheìs eisakousthesontai eisakousthēsontai eisakousthḗsontai eisekousthe eisekoústhe eisēkousthē eisēkoústhē
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1521
Top of Page
Top of Page