Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1806: ἐξάγωἐξάγω; 2 aorist ἐξήγαγον; the Sept. often for הוצִיא; to lead out (cf. ἐκ, VI. 1): τινα (the place whence being supplied in thought), Mark 15:20 (of the city to punishment (but Lachmann ἄγουσιν)); Acts 16:37, 39; Acts 5:19 and Forms and Transliterations εξάγαγε εξάγαγέ εξαγαγειν εξαγαγείν ἐξαγαγεῖν εξαγάγετε εξαγάγετέ εξαγαγέτω εξαγαγετωσαν εξαγαγέτωσαν ἐξαγαγέτωσαν εξαγάγης εξαγαγοι εξαγαγόντα εξαγαγοντες εξαγαγόντες εξαγάγοντες ἐξαγαγόντες εξαγαγόντι εξαγαγόντος εξαγαγων εξαγαγών ἐξαγαγών ἐξαγαγὼν εξαγει εξάγει ἐξάγει εξάγετε εξαγουσιν εξάγουσιν ἐξάγουσιν εξάγων εξαίρετον εξάξει εξάξεις εξάξετε εξάξομεν εξάξουσι εξάξουσιν εξάξω εξήγαγε εξήγαγέ Εξηγαγεν εξήγαγεν Ἐξήγαγεν εξήγαγες εξηγάγετε εξήγαγον εξήγαγόν εξήγον εξήγοντο exagagein exagageîn exagagetosan exagagetōsan exagagétosan exagagétōsan exagagon exagagōn exagagṓn exagagṑn exagagontes exagagóntes exagei exágei exagousin exágousin Exegagen Exēgagen ExḗgagenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |