Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 456: ἀνοικοδομέωἀνοικοδομέω, ἀνοικοδόμω: future ἀνοικοδομήσω; to build again (Vulg.reaedifico): Acts 15:16. ((Thucydides 1, 89, 3); Diodorus 11, 39; Plutarch, Themistius, 19; Cam. 31; Herodian, 8, 2, 12 (5, Bekker edition).) Forms and Transliterations ανοικοδομείν ανοικοδομείσθαι ανοικοδομείτε ανοικοδομηθή ανοικοδομηθήσεται ανοικοδομήσεις ανοικοδομησω ανοικοδομήσω ἀνοικοδομήσω ανοικοδομήσωμεν ανοικοδομούνται ανωκοδόμησαν ανωκοδόμησε ανωκοδόμησεν anoikodomeso anoikodomēsō anoikodomḗso anoikodomḗsōLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |