Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 617: ἀποκυλίωἀποκυλίω: future ἀποκυλίσω; 1 aorist ἀπεκυλισα; perfect passive (3 person singular ἀποκεκύλισται Mark 16:4 R G L but T Tr WH, ἀνακεκυλισται), participle ἀποκεκυλισμενος; to roll off or away: Matthew 28:2; Mark 16:3; Luke 24:2. (Genesis 29:3, 8, 10; Judith 13:9; Josephus, Antiquities 4, 8, 37; 5, 11, 3; Lucian, rhet. praec. 3.) But see ἀνακυλίω. Forms and Transliterations ανακεκυλισται ἀνακεκύλισται απεκύλιον απεκυλισε απεκύλισε ἀπεκύλισε ἀπεκύλισεν απεκώλυσα απεκωλύσαμεν απεκώλυσαν απεκώλυσέ απελάκτισεν αποκεκυλισμενον αποκεκυλισμένον ἀποκεκυλισμένον αποκεκύλισται ἀποκεκύλισται αποκυλισει αποκυλίσει ἀποκυλίσει αποκυλίσωσι αποκωλύσασά αποκωφωθής αποκωφωθήση αποκωφωθήσονται apekulisen apekylisen apekýlisen apokekulismenon apokekulistai apokekylismenon apokekylisménon apokekylistai apokekýlistai apokulisei apokylisei apokylíseiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |